-
1 местожительство
-
2 местопребывание
-
3 пребывание
пребывание с η διαμονή, η παραμονή· место \пребываниея о τόπος διαμονής* * *сη διαμονή, η παραμονήме́сто пребыва́ния — ο τόπος διαμονής
-
4 жительство
жительство с η διαμονή, η κατοίκηση место \жительствоа о τό πος διαμονής* * *сη διαμονή, η κατοίκησηме́сто жи́тельства — ο τόπος διαμονής
-
5 жительство
житель||ствос ἡ διαμονή (постоянное)! ἡ προσωρινή διαμονή, ἡ πα-ρεπιδημία (временное):место \жительствоства ὁ τόπος διαμονής· ◊ вид на \жительствоство τό προσωρινό δελτίο ταυτότητας (άδεια διαμονής). -
6 местожительство
местожительствос ὁ τόπος διαμονής, ὁ τόπος κατοικίας. -
7 резиденция
ο τόπος διαμονής (των προσωπικοτήτων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > резиденция
-
8 местопребывание
местопребываниес ἡ διαμονή, ὁ τόπος διαμονής. -
9 местопребывание
[μιεσταπριμπυβάνιιε] οοσ. ο. τόπος διαμονής. -
10 местопребывание
[μιεσταπριμπυβάνιιε] ουσ ο τόπος διαμονής. -
11 местожительство
-а ουδ.τόπος διαμονής•постоянное местожительство μόνιμη διαμονή•
временное местожительство η προσωρινή διαμονή.
-
12 местопребывание
-я ουδ.τόπος διαμονής. -
13 жительство
-а ουδ.διαμονή•место (постоянного) -а τόπος (μόνιμης) διαμονής•
переменить место -а αλλάζω τόπο διαμονής•
неудобный для -а ακατάλληλος για διαμονή•
εκφρ.вид на жительство – βλ. вид. -
14 пребывание
-я ουδ.1. παραμονή•пребывание у власти παραμονή στην εξουσία.
2. παλ. διαμονή•место постоянного -я τόπος μόνιμης διαμονής•
во время -я моего в городе κατά τη διαμονή μου στην πόλη.
См. также в других словарях:
κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek
ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… … Dictionary of Greek
διεύθυνση — η 1. διοίκηση ιδρύματος ή υπηρεσίας 2. το γραφείο τού διευθυντή, διευθυντήριο 3. το προσωπικό τής διευθύνσεως και ο διευθυντής 4. τόπος διαμονής 5. ο τόπος διαμονής τού αποδέκτη που γράφεται πάνω σε γράμμα, δέμα κ.λπ. 6. σημείο όπου κατευθύνεται… … Dictionary of Greek
έδρα — η (AM ἕδρα Α και ἕδρη) 1. τόπος διαμονής, οίκημα 2. ο τόπος όπου λειτουργούν μόνιμα οι ανώτερες αρχές ή υπάρχει το κεντρικό κατάστημα («έδρα κοινότητας») 3. ιατρ. το μέρος όπου τοποθετείται πάθος ή φυσιολογική ενέργεια («έδρα τών αντανακλαστικών… … Dictionary of Greek
νομός — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek
Ερύμανθος ή Ωλονός — Όρος (2.224 μ.) που εκτείνεται με τη μορφή οροσειράς στα όρια των νομών Αχαΐας και Ηλείας. Μακρόστενο και με πολλές κορυφές, έχει κατεύθυνση νοτιοδυτική και η ψηλότερη κορυφή του βρίσκεται στο έδαφος του νομού Αχαΐας. Προς τα Α δημιουργεί… … Dictionary of Greek
άντρο — το (Α ἄντρον) σπήλαιο που χρησιμεύει ως τόπος διαμονής ανθρώπων, ζώων ή νυμφών νεοελλ. μτφ. καταφύγιο ή ορμητήριο κακοποιών αρχ. εσωτερικός θάλαμος, δωμάτιο, αποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. ταυτίζεται με το αρμ. ayr «σπηλιά». Το λατ. antrum αποτελεί… … Dictionary of Greek
διαμονή — Ο τόπος στον οποίο βρίσκεται η πρόχειρη ή προσωρινή εγκατάσταση ενός προσώπου. Ο όρος παρουσιάζει νομικό ενδιαφέρον στην περίπτωση που η δ. δεν μπορεί να αποδειχτεί. Σε πολλές περιπτώσεις, ο νόμος αρκείται στον τόπο της δ. για να ρυθμίσει… … Dictionary of Greek
κατατόπι — το (Μ κατατόπι και κατατόπιον) νεοελλ. 1. συν. στον πληθ. τα κατατόπια οι λεπτομέρειες μιας τοποθεσίας, οι κρυφές θέσεις μιας περιοχής («ξέρει τα κατατόπια τής παλιάς πόλης») 2. τόπος διαμονής, κρησφύγετο («πολλά κατατόπια τής κλεφτουριάς ήταν… … Dictionary of Greek
κατοικητήριο — το (AM κατοικητήριον) ο τόπος στον οποίο κατοικεί κάποιος, ο τόπος διαμονής, η κατοικία (ἐν παντὶ κατοικητηρίῳ ὑμῶν ἔδεσθε ἄζυμα», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οικητήριον (< οἰκητήριον < οἰκητήρ), πρβλ. εν οικητήριον] … Dictionary of Greek
λημέρι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 780 μ., 416 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, Β της λίμνης Κρεμαστών, 73 χλμ. ΒΔ του Καρπενησίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Απεραντίων. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Κόνιαβη. * * * το 1.… … Dictionary of Greek